- διαμαρτία
- η (Α διαμαρτία) [διαμαρτάνω]ανώμαλη διάπλαση μέλους ή οργάνου νεογνού στην ενδομήτρια ζωήαρχ.1. αποτυχία, σφάλμα2. λαθεμένος υπολογισμός χρονικής περιόδου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμαρτία — διαμαρτίᾱ , διαμαρτία total mistake fem nom/voc/acc dual διαμαρτίᾱ , διαμαρτία total mistake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτίᾳ — διαμαρτίαι , διαμαρτία total mistake fem nom/voc pl διαμαρτίᾱͅ , διαμαρτία total mistake fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτίας — διαμαρτίᾱς , διαμαρτία total mistake fem acc pl διαμαρτίᾱς , διαμαρτία total mistake fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτίαι — διαμαρτία total mistake fem nom/voc pl διαμαρτίᾱͅ , διαμαρτία total mistake fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτίαν — διαμαρτίᾱν , διαμαρτία total mistake fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαρτίαις — διαμαρτία total mistake fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής … Dictionary of Greek
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek
δικεφαλία — η διαμαρτία στη διάπλαση κατά την οποία υπάρχουν δύο κεφάλια σε ένα σώμα … Dictionary of Greek
ημιμελία — η ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως που χαρακτηρίζεται από απουσία ή ατελή ανάπτυξη τού περιφερειακού τμήματος ενός ή περισσότερων άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemimelia < hemi (πρβλ. ημι ) + melia (πρβλ. μέλος)] … Dictionary of Greek